- σκιατροφίας
- σκῐᾱτροφ-ίας, ου, ὁ,= σκιατραφής, Poll.4.147, 6.185.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιατροφίας — σκιᾱτροφίᾱς , σκιατροφία fem acc pl σκιᾱτροφίᾱς , σκιατροφία fem gen sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱς , σκιατροφίας masc acc pl σκιατροφίᾱς , σκιατροφίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφίας — ὁ, Α βλ. σκιατραφίας … Dictionary of Greek
σκιατροφία — σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc/acc dual σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc nom/voc/acc dual σκιατροφίας masc voc sg σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc voc sg (attic) σκιατροφίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφίαι — σκιᾱτροφίαι , σκιατροφία fem nom/voc pl σκιᾱτροφίᾱͅ , σκιατροφία fem dat sg (attic doric aeolic) σκιατροφίας masc nom/voc pl σκιατροφίᾱͅ , σκιατροφίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφίᾳ — σκιᾱτροφίαι , σκιατροφία fem nom/voc pl σκιᾱτροφίᾱͅ , σκιατροφία fem dat sg (attic doric aeolic) σκιατροφίαι , σκιατροφίας masc nom/voc pl σκιατροφίᾱͅ , σκιατροφίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφίαις — σκιᾱτροφίαις , σκιατροφία fem dat pl σκιατροφίας masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)